Μέχρι το 1997, ο ορίζοντας της Μόσχας είχε μεταμορφωθεί, όταν ένας χρυσός τρούλος, από καιρό απών, υψώθηκε ξανά πάνω από την πόλη.
Ο Καθεδρικός Ναός του Χριστού Σωτήρος είχε επιστρέψει.
Το επιβλητικό οικοδόμημα με τρούλο που δεσπόζει σήμερα στον ποταμό Μόσχοβα είναι σχεδόν πιστό αντίγραφο του αρχικού ναού του 19ου αιώνα, ο οποίος είχε ανεγερθεί προς τιμήν της ρωσικής νίκης επί του Ναπολέοντα το 1812.
Ο ναός καταστράφηκε από τους μπολσεβίκους το 1931 και, το 1958, αντικαταστάθηκε από μια τεράστια υπαίθρια πισίνα, που χτίστηκε πάνω στα εγκαταλελειμμένα θεμέλια του ανεκπλήρωτου «Παλατιού των Σοβιέτ».
*****
Για να μη χάσετε καμία ανάρτηση της Εποπτείας, γραφτείτε στο εβδομαδιαίο newsletter μας, πατώντας ΕΔΩ
Για ΟΛΑ τα videos της Εποπτείας, γραφτείτε στο κανάλι μας στο youtube, πατώντας ΕΔΩ
*****
Η απουσία του ναού από πάνω της λειτουργούσε ως ζωντανό τεκμήριο της «ιδεολογικής νίκης» του σοβιετικού καθεστώτος επί του παρελθόντος.
Ωστόσο, δεκαετίες αργότερα, η πισίνα αδειάστηκε, το έδαφος καθαγιάστηκε και ο ναός ανεγέρθηκε εκ νέου — σημάδι μεταβαλλόμενων εποχών και ιδεολογιών.
Άρα, είναι ο ίδιος ναός; Αν όχι, τι ακριβώς είναι; Και γιατί έχει σημασία;
Η ιστορία του Καθεδρικού του Χριστού Σωτήρος δεν είναι μοναδική.
Σε ολόκληρο τον κόσμο και μέσα στον χρόνο, κτίσματα έχουν σκόπιμα διαγραφεί και κατόπιν αναστηλωθεί ως αντίγραφα — συχνά αντανακλώντας νέες ή αναγεννώμενες πολιτικές και ιδεολογικές τάσεις.
Για παράδειγμα, η Frauenkirche στη Δρέσδη, που καταστράφηκε από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έμεινε ερείπιο για μισό αιώνα πριν ανακατασκευαστεί σχολαστικά.
Η Μονή του Αγίου Μιχαήλ με τους Χρυσοποίκιλτους Τρούλους στο Κίεβο κατεδαφίστηκε από το σοβιετικό καθεστώς τη δεκαετία του 1930 και ξαναχτίστηκε τη δεκαετία του 1990 ως δήλωση ουκρανικής ταυτότητας.
Η γέφυρα Stari Most, που ένωνε τις όχθες του ποταμού Νερέτβα στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, καταστράφηκε κατά τους Γιουγκοσλαβικούς πολέμους τη δεκαετία του 1990 και ξαναχτίστηκε χρησιμοποιώντας πέτρες από την οθωμανική γέφυρα του 16ου αιώνα ως σύμβολο πολυεθνοτικής ενότητας.
Κάποια στιγμή, ωστόσο, το αντίγραφο γίνεται το «πρωτότυπο». Πάρτε για παράδειγμα την Παγκόσμια Έκθεση του Κολόμβου στο Σικάγο το 1893.
Οι εκθεσιακοί χώροι ήταν γεμάτοι με αρχιτεκτονικές αναπαραστάσεις, περιλαμβανομένης, όπως γράφει η Amanda Reeser Lawrence στο βιβλίο της The Architecture of Influence: The Myth of Originality in the Twentieth Century (2023), «μιας πιστής αναπαραγωγής του μοναστηριού όπου διέμενε ο Χριστόφορος Κολόμβος πριν από το πρώτο του ταξίδι στον Νέο Κόσμο», καθώς και κατασκευασμένων δρόμων από το Κάιρο και την Κωνσταντινούπολη, και εθνικών περιπτέρων που παρουσίαζαν επιμελημένες εκδοχές παγκόσμιων πολιτισμών.
Αυτές οι ανακατασκευές χρησιμοποίησαν την αρχιτεκτονική φαντασία και τη θεατρικότητα για να εξυπηρετήσουν ιδεολογίες που παρουσίαζαν μόνο τους ευρωπαϊκούς πολιτισμούς ως «υψηλής κουλτούρας», ενώ όλοι οι υπόλοιποι θεωρούνταν βάρβαροι ή καθυστερημένοι.
Για το αμερικανικό κοινό που δεν είχε γνωρίσει τα «πρωτότυπα» επισκεπτόμενο τις χώρες αυτές, τα περίπτερα αυτά γίνονταν το βασικό σημείο αναφοράς τους.
Με αυτή την έννοια, το αντίγραφο δεν ήταν απλώς υποκατάστατο ή «επίσημη» αναπαράσταση ενός πολιτισμού, αλλά μια τελεσίδικη εκδοχή που ενίσχυε μια εξωτικοποιημένη προοπτική.
Αναπαραγωγές, αντίγραφα και απομιμήσεις δεν αποτελούν αποκλειστικότητα της νεωτερικότητας.
Αντιθέτως, η νεωτερική εποχή απλώς επιτάχυνε την παραγωγή αντιγράφων ως προς την ακρίβεια και την ταχύτητα κατασκευής· ο αρχικός Καθεδρικός του Χριστού Σωτήρος χρειάστηκε 44 χρόνια για να χτιστεί, ενώ ο ανακατασκευασμένος μόλις πέντε.
Τα αρχιτεκτονικά αντίγραφα εγείρουν ενδιαφέροντα ερωτήματα για την ιστορία, την αυθεντικότητα και την εθνική ταυτότητα.
Μπορεί η ανακατασκευή ενός μνημείου να αποκαθιστά μια χαμένη πολιτιστική κληρονομιά ή μήπως υπαγορεύει εκ νέου την ιστορία σύμφωνα με τις σύγχρονες αφηγήσεις;
Ίσως να κάνει και τα δύο, γιατί ένα αντικείμενο που διεκδικεί τη συνέχεια με το παρελθόν αλλά είναι προϊόν του παρόντος, δεν είναι απλώς αντίγραφο — σε κάποιο σημείο γίνεται πραγματικό.
Η εγγενής ένταση στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τις αρχιτεκτονικές αναπαραστάσεις γίνεται πιο σαφής μέσα από δύο αντίθετα ρεύματα στη θεωρία της διατήρησης: το «scrape» (ριζική αποκατάσταση) και το «anti-scrape» (διατήρηση με σεβασμό στις ιστορικές αλλοιώσεις).
Οι όροι αυτοί εμφανίστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα, από την Εταιρεία για την Προστασία των Αρχαίων Κτιρίων στη Βρετανία, και συνοψίζουν τις φιλοσοφίες δύο επιδραστικών μορφών: του Γάλλου αρχιτέκτονα Εζέν Εμμανουέλ Βιολέ-λε-Ντικ και του Βρετανού στοχαστή Τζον Ράσκιν.
Ο Βιολέ-λε-Ντικ υποστήριζε τη μέθοδο «scrape» — αποκατάστασης ως δημιουργική πράξη. Εργάστηκε κυρίως σε γαλλικά μεσαιωνικά μνημεία, περιλαμβανομένης της Παναγίας των Παρισίων.
Πίστευε ότι η αποκατάσταση δεν είναι απλώς διατήρηση ή επισκευή, αλλά μια δημιουργική αναδρομή στο παρελθόν, με στόχο να ολοκληρωθεί το κτίριο όπως θα το ήθελε ο αρχικός του αρχιτέκτονας.
«Να αποκαταστήσεις ένα κτίριο», έγραφε, «δεν σημαίνει να το διατηρήσεις, να το επισκευάσεις ή να το ξαναχτίσεις· σημαίνει να το επαναφέρεις σε μια κατάσταση ολοκλήρωσης που ίσως να μην υπήρξε ποτέ».
Για εκείνον, η αρχιτεκτονική ήταν ένα ζωντανό σύστημα που μπορούσε να βελτιωθεί μέσω της επινόησης, αρκεί ο αποκαταστάτης να μπορούσε να αφουγκραστεί το πνεύμα του αρχικού σχεδίου. Έτσι, η αποκατάσταση ήταν οραματική και μελλοντοστραφής.
Ωστόσο, αυτή η οπτική τού επέτρεπε να προσθέτει στοιχεία που ποτέ δεν υπήρξαν στο αρχικό οικοδόμημα, θεωρώντας τα εκφράσεις της «αρχιτεκτονικής αλήθειας» του μνημείου.
Εφήρμοζε αυτό που σήμερα ονομάζεται «καθαρισμός στυλ», αφαιρώντας μεταγενέστερες προσθήκες που δεν ήταν, κατά τη γνώμη του, αυθεντικές ως προς τον Μεσαίωνα — ακόμη κι αν αυτές είχαν γίνει μέρος της ιστορικής ταυτότητας του κτιρίου.
Παρότι βασιζόταν σε μελέτες αρχείων και συγκρίσεις μορφολογίας, πολλές αποφάσεις του αντανακλούσαν περισσότερο προσωπικές αισθητικές επιλογές παρά ιστορική πιστότητα.
Επιβάλλοντας μια ενιαία ερμηνεία σε κτίρια που είχαν εξελιχθεί οργανικά, παρέβλεπε το γεγονός ότι τα κτίρια είναι παλίμψηστα — συσσωρεύουν στρώματα χρήσης και νοήματος στον χρόνο.-
*****
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
Ο Φρόιντ και οι Έλληνες: Οι κλασικές ρίζες της δυτικής ψυχολογίας
Η δίκη του Σωκράτη: Όταν η σκέψη έγινε έγκλημα
Γιώργος Σεφέρης: Λίγες είναι οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσουν
ΗΠΑ- Κίνα: Η σταθερή αλληλεξάρτηση μικροτσίπ- σπάνιων γαιών
Βιρτζίνια Γουλφ: Η Ελλάδα είναι η πιο όμορφη χώρα που έχει απομείνει
Πού θα οδηγήσει η παρακμή της φιλολογίας;
Γιάννης Ρίτσος: Με τρομάζει η ομορφιά σου
Πώς οι Δημοκρατίες πέφτουν εκ των έσω
Πόσο εύκολη είναι η αναγνώριση Παλαιστινιακού Κράτους;
Πώς αλλάζει σελίδα η Ιστορία;
δεν βρέθηκαν σχόλια επισκεπτών...