Ο Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέιτς θεωρείται ένας από τους κορυφαίους αγγλόφωνους ποιητές του 20ού αιώνα. Ασχολήθηκε με την ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο, το δοκίμιο και τη μελέτη. Επηρεάστηκε από το γαλλικό συμβολισμό, κατόρθωσε να συγκεράσει το ρομαντισμό με το ρεαλισμό, ενώ στο έργο του διαφαίνεται η αγάπη του για τους μύθους και τις παραδόσεις για την πατρίδα του, Ιρλανδία, καθιερώνοντας το κελτικό "στυλ", με θέματα από την κελτική μυθολογία, τη μελαγχολία και το μυστικισμό.
Το 1923 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Γεννήθηκε στο προάστιο του Σάντυμαουντ στο Νότιο Δουβλίνο. Είχε άλλα τρία μικρότερα αδέρφια, τον Τζακ (1871-1957), την Ελίζαμπεθ (1868-1940) και τη Σούζαν (1866-1949): όλοι τους ακολούθησαν κατά κάποιον τρόπο καλλιτεχνική πορεία.
Όταν ήταν δυο ετών, η οικογένειά του μετακόμισε από το Δουβλίνο στο Σλάιγκο κι έπειτα στο Λονδίνο λόγω της καλλιτεχνικής δραστηριότητας του πατέρα, Τζον Μπάτλερ Γέιτς, που ήταν ζωγράφος. Τα παιδιά της οικογένειας έλαβαν μόρφωση κατ' οίκον, ενώ η μητέρα τους, που νοσταλγούσε την Ιρλανδία, τους αφηγούταν παραδοσιακές ιστορίες και παραμύθια από την πατρίδα τους.
Το 1877, ο Γέιτς πηγαίνει στη Σχολή Γκοντόλφιν, όπου έχει μέτριες σχολικές επιδόσεις. Ξυπνά μέσα του ο ιρλανδικός πατριωτισμός. Για οικονομικούς λόγους, η οικογένεια επιστρέφει στο Δουβλίνο στα τέλη της δεκαετίας του 1880, αρχικά διαμένοντας στο κέντρο της πόλης κι έπειτα μετακομίζοντας στοπροάστιο Χόουθ.
Κατά τα έτη 1881-1883, ο Γέιτς τελειώνει το Λύκειο, ενώ περνάει αρκετό χρόνο του στο ατελιέ του πατέρα του, όπου και έρχεται σε επαφή με πληθώρα καλλιτεχνών και συγγραφέων του Δουβλίνου. Από το 1884 ως το 1886, φοιτά στο Metropolitan School of Art. Κατ' αυτή την περίοδο ξεκινάει να γράφει και τα πρώτα του ποιήματα και το 1885 τα εκδίδει, μαζί με ένα δοκίμιο («Η ποίηση του Σερ Σάμιουελ Φέργκιουσον») στο Dublin University Review.
Τα πρώτα αυτά ποιήματα του Γέιτς έχουν επηρεαστεί έντονα από το στιλ των pροραφαηλιτών ποιητών και την ποίηση του Πέρσυ Σέλλεϋ, ενώ λίγο αργότερα στρέφεται στους μύθους, στη λαϊκή ιρλανδική παράδοση και στην ποίηση του Ουίλλιαμ Μπλέηκ.
Το 1889, ο Γέιτς γνωρίζει τη Μωντ Γκον, νεαρή κληρονόμο, οπαδό του εθνικιστικού ιρλανδικού κινήματος. Φανερά γοητευμένος από την ομορφιά της, της κάνει πρόταση γάμου αρκετές φορές μέχρι το 1901, εκείνη όμως αρνείται και τελικά παντρεύεται τον εθνικιστή Τζον ΜακΜπράιντ το 1903. Ωστόσο, η μορφή της επηρέασε την ποίησή του, καθώς αποτέλεσε έμπνευση για κάποια από τα ερωτικά του ποιήματα.
Το 1896, γνωρίζει τη λαίδη Ιζαμπέλλα Ωγκάστα Γκρέγκορυ μέσω του κοινού τους γνωστού, Έντουαρντ Μάρτιν. Η Λαίδη Γκρέγκορυ ενθαρρύνει τον πατριωτισμό του Γέιτς και τον πείθει να συγγράψει θεατρικά έργα. Στο Λονδίνο έρχεται σε επαφή με την Έλενα Μπλαβάτσκυ και γίνεται μέλος της Θεοσοφικής Εταιρείας, ενώ έγινε επίσης δεκτός το Μάρτιο του 1890 στο μυστικιστικό Τάγμα της Χρυσής Αυγής.
Στις 27 Δεκεμβρίου 1904, ιδρύει μαζί με τη Λαίδη Γκρέγκορι και άλλους Ιρλανδούς συγγραφείς το Abbey Theatre στο Δουβλίνο, όπου παρουσιάζει θεατρικά του έργα καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Το 1913, ο Γέιτς γνώρισε τον Αμερικανό ποιητή Έζρα Πάουντ στο Λονδίνο, ο οποίος για τα επόμενα χρόνια βρέθηκε κοντά του, εξυπηρετώντας τον εν μέρει στο ρόλο του γραμματέα. Το 1916, σε ηλικία 51 ετών, έκανε πρόταση γάμου στην κατά 27 χρόνια νεότερή του Τζόρτζι Χάιντ-Ληζ, με την οποία παντρεύτηκε την ίδια χρονιά και έκαναν δυο παιδιά, την Ανν και το Μάικλ.
Το 1923 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για την «πάντα εμπνευσμένη ποίησή του, της οποίας η υψηλή καλλιτεχνική μορφή εκφράζει το πνεύμα ενός ολόκληρου έθνους».
Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ασχολήθηκε και με την πολιτική, καθώς εκλέχτηκε στην Ιρλανδική Σύγκλητο το 1922 και το 1925. Πέθανε μια μέρα σαν σήμερα, στις 28 Ιανουαρίου 1939.
Το Θέατρο Άμπυ παρέμεινε κλειστό για μια βδομάδα μετά το θάνατό του, ως ένδειξη φόρου τιμής
*****
Όταν γεράσεις
Όταν γεράσεις κι ασπρίσεις και στον ύπνο βυθιστείς
Καθισμένη δίπλα στη φωτιά, μ’ ένα βιβλίο στο χέρι
Να το διαβάζεις αργά, ν’ αφήνεσαι στων ματιών τις θύμησες
Στο βλέμμα τους, στις χαρακιές σκιές τους
Τόσοι πολλοί αγαπήσανε τις ροδαλές στιγμές σου
Την ομορφιά σου αγάπησαν στ’ αλήθεια ή σαν ψέμα
Ένας, όμως, αγάπησε τη συντροφιά ψυχή σου
Τις παλλόμενες πτυχώσεις θλίψης στην όψη τη δική σου
Κι έτσι σκυμμένη στη σιδηρά εστία την πυρωμένη
Να ψιθυρίζεις, δίχως χαρά, πώς πέταξε η Αγάπη
Και δρασκελώντας τα βουνά, ένα έγινε με δαύτα
Το πρόσωπό του κρύβοντας ανάμεσα στα άστρα
(μετάφραση: Κρυσταλλία Κατσαρού)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Μια κοινωνία που εκδικείται δεν γίνεται πιο δίκαιη, γίνεται πιο πρωτόγονη
Η μεγάλη συμβολή του Θαλή του Μιλήσιου στα μαθηματικά και τον Πολιτισμό
Ο Τόμας Στερνς Έλιοτ γράφει για την ενότητα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού
Άντον Τσέχωφ, «Ένας αριθμός»
Η «Αξία της Ζωής» της Τζέιν Άντερσον, μια παράσταση που δεν πρέπει να χάσετε
Πολ Ελυάρ, η άσβεστη φλόγα της ελπίδας
Η μέθοδος Μπροντέλ: Διαβάζοντας αλλιώς την Ιστορία
Το Bolero του Ραβέλ έγινε 96 ετών- Δείτε τη μαγευτική Πλισέτσκαγια να το χορεύει (video)
Ο Ιωάννης Συκουτρής γράφει για το νόημα της ζωής
Ο Τάκης Παπατσώνης μπροστά σε ένα άσπρο, ελληνικό ερημοκκλήσι
δεν βρέθηκαν σχόλια επισκεπτών...