Η σκηνή είναι συγκλονιστική, σχεδόν σουρεαλιστική, και συνάμα ανατριχιαστική. Ένα κορίτσι, μόλις έντεκα ετών, εντοπίζεται κουλουριασμένο μέσα σε ένα ντουλάπι φύλαξης αποσκευών στον σταθμό Gare de l’Est στο Παρίσι. Το σώμα της σε εμβρυϊκή στάση, το δεξί της μάγουλο ακουμπά στο γόνατό της, ενώ ένα λεπτό στρώμα πάχνης καλύπτει την επιδερμίδα της. Η νεκροψία που ακολούθησε αποκάλυψε τον εφιαλτικό της θάνατο, βιασμός, στραγγαλισμός, και τελικά μιά θανατηφόρα μαχαιριά στην καρδιά.
Ήταν 8 Φεβρουαρίου 1907, όταν η φρικιαστική αυτή είδηση συγκλόνισε ολόκληρη τη Γαλλία. Το πένθος και η οργή πλημμύρισαν τη χώρα. Το μικρό κορίτσι ονομαζόταν Μάρθ Ερμπελντίνγκ και είχε εξαφανιστεί από τις 27 Ιανουαρίου. Την ημέρα εκείνη, ένας οικογενειακός φίλος και ξυλουργός, ο Αλμπέρ Σολεγιάν, την πήγε να παρακολουθήσει μία παράσταση στο θρυλικό Bataclan. Όταν επέστρεψε μόνος του, ισχυρίστηκε ότι την έχασε κατά τη διάρκεια του διαλείμματος.
Η ιστορία του, όμως, δεν έπεισε κανέναν. Οι ανακριτές εντόπισαν αμέσως τις αντιφάσεις, όπως το ότι ανέφερε πως παρακολούθησε την παράσταση μιάς καλλιτέχνιδας που ήταν άρρωστη εκείνη την ημέρα. Υπό πίεση, ο Σολεγιάν τελικά λύγισε. Η ομολογία του, άν και μπερδεμένη, οδήγησε τις αρχές στο σημείο όπου είχε κρύψει το σώμα της μικρής. Η φρίκη της αποκάλυψης ήταν η χαριστική βολή. Το αποτρόπαιο έγκλημα πυροδότησε μία από τις πιό έντονες και μακροχρόνιες πολιτικές αντιπαραθέσεις στην Γαλλία. Η υπόθεση έγινε καταλύτης για τη διατήρηση της θανατικής ποινής στη χώρα, παρά το κλίμα υπέρ της κατάργησης που επικρατούσε στις αρχές του 20ού αιώνα.
Το 1907 φαινόταν πως η Γαλλία βρισκόταν ένα βήμα πρίν την κατάργηση της θανατικής ποινής. Σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ολλανδία και η Ιταλία, που την είχαν ήδη καταργήσει, η Γαλλία ήταν διστακτική. Οι εκλογές του 1906 ανέδειξαν ως νικητή τον Αρμάν Φαλλιέρ, έναν πρόεδρο αφοσιωμένο στον αγώνα υπέρ της κατάργησης της θανατικής ποινής. Από την πρώτη στιγμή της θητείας του, έδωσε χάρη σε όλους τους καταδικασμένους σε θάνατο, ενώ στη Βουλή, οι συνθήκες είχαν ωριμάσει για την επίσημη κατάργηση της εσχάτης των ποινών.
Τον Ιούλιο του 1906, η Επιτροπή Προϋπολογισμού έκανε ένα αποφασιστικό βήμα, κόβοντας τη χρηματοδότηση του δημίου της χώρας, τον περίφημο Ανατόλ Ντεμπλέρ. Χωρίς χρήματα, οι εκτελέσεις γίνονταν πρακτικά αδύνατες.
Η απόφαση αυτή πυροδότησε, όμως, έντονη πολιτική διαμάχη. Ο Εντμόντ Γκιό-Ντεσαίν, υπουργός Δικαιοσύνης, άν και αντίθετος με τη θανατική ποινή, αντιτίθεται σε αυτό που θεωρεί ως ύπουλη προσπάθεια κατάργησης. Στην Εθνοσυνέλευση, ο Θεοντόρ Ρενάκ, βουλευτής του Ρεπουμπλικανικού Συνασπισμού, αναλαμβάνει να εκπροσωπήσει αυτή τη θέση, "Βρίσκω πως είναι τίμιο και συμβατό με την αξιοπρέπεια της Βουλής να συζητηθεί το ζήτημα της θανατικής ποινής σε όλο του το εύρος. Δεν δέχομαι να λυθεί με έμμεσους τρόπους. Συνεπώς, συμφωνώ με τον κύριο Υπουργό να επαναφέρει τη χρηματοδότηση για τον δήμιο."
Οι βουλευτές, με 247 ψήφους υπέρ και 235 κατά, αποφασίζουν να επαναφέρουν τη θανατική ποινή.
Στην επόμενη φάση της διαμάχης, ο Εντμόντ Γκιότ-Ντεσαίν αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να ετοιμάσει ένα νομοσχέδιο για την κατάργηση αυτής της "πικρής κληρονομιάς" του παρελθόντος. Όπως λέει, η θανατική ποινή αποτελεί "αδικαιολόγητη βιαιότητα και υπόλειμμα του νόμου του ταλαιπωρημένου και βίαιου παρελθόντος. Η κοινωνία δεν πρέπει να παραμένει προσκολλημένη σε τέτοιες πρακτικές." Προτείνει την αντικατάσταση της θανατικής ποινής με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης.
Τα ΜΜΕ, που παρακολουθούν από κοντά τις συζητήσεις, παρουσιάζουν την κατάργηση της θανατικής ποινής ως κίνδυνο που θα ενθαρρύνει το έγκλημα. Στις αρχές του 20ού αιώνα, τα ποσοστά εγκληματικότητας αυξάνονταν ανησυχητικά. Σύμφωνα με την Le Petit Parisien, οι συμμορίες των Apaches, στο Παρίσι, μιά ομάδα εγκληματιών που σκορπούσαν τον τρόμο, ενθαρρύνονταν από την αδυναμία των κατασταλτικών νόμων και την επιείκεια των δικαστηρίων.
Στον βορρά της Γαλλίας, η συμμορία των αδελφών Αμπέλ και Ογκύστ Πολέ, γνωστοί ως "οι ληστές του Χάζεμπρουκ," τρομοκρατούσαν τις απομονωμένες αγροτικές περιοχές με ληστείες και ανθρωποκτονίες. Στο Νότο, οι "chauffeurs της Ντρόμ" εφορμούσαν στα χωριά, ληστεύοντας και βασανίζοντας τους κατοίκους προκειμένου να τους αναγκάσουν να ομολογήσουν που κρύβουν τα χρήματά τους, καίγοντας τους τα πόδια με αναμμένα κάρβουνα, από εκεί και το παρατσούκλι τους. Τα φρικιαστικά εγκλήματα κατακλύζουν τις πρώτες σελίδες των εφημερίδων, ενισχύοντας έτσι το αίσθημα ανασφάλειας των πολιτών.
Είναι σ' αυτό το κλίμα, που έρχεται και το έγκλημα κατά της μικρής Μάρθ. Η υπόθεση προκαλεί αίσθηση και κάθε λεπτομέρεια του εγκλήματος αποτυπώνεται καθημερινά στις εφημερίδες. Η συγκίνηση είναι τόσο μεγάλη που η κηδεία της στις 14 Φεβρουαρίου στο κοιμητήριο του Παντάν, συγκεντρώνει ένα πλήθος 50.000 με 100.000 ανθρώπων, ανάλογα με τις πηγές. Χρειάστηκαν έξι άμαξες για να μεταφέρουν τα στεφάνια και τα μπουκέτα των ανώνυμων πολιτών. Δύο μέρες πρίν, οι μικροπωλητές σε ολόκληρο το Παρίσι, πουλούσαν το "Μοιρολόι της μικρής Μάρθ," ένα τραγούδι που καταδίκαζε το αποτρόπαιο έγκλημα του Σολεγιάν, ενώ οι τραγουδιστές του δρόμου ερμήνευαν το μοιρολόι υπό τις κραυγές των περαστικών που φώναζαν "Θανατική ποινή!"
Έτσι, η κοινωνική οργή έγινε εκστρατεία υπέρ της διατήρησης της θανατικής ποινής, με την κυβέρνηση να βρίσκεται υπόλογη για "υπερβολική επιείκεια." Η Le Petit Parisien γράφει ότι "η κοινωνία θέλει τη δικαίωσή της" και η Figaro υποστηρίζει ότι "υπάρχει μόνο ένα ταξίδι που μπορεί να τρομάξει τους εγκληματίες, το μεγάλο ταξίδι, αυτό από το οποίο δεν επιστρέφεις ποτέ." Η εξορία στα απομακρυσμένα κάτεργα της Γουιάνας θεωρείται σχεδόν παράδεισος. Ο Σολεγιάν, όπως αναφέρει η εφημερίδα, "επιθυμεί να απολαύσει την ήρεμη ζωή του στη Γουιάνα με τη γυναίκα του," υπονοώντας ότι η ποινή αυτή δεν έχει πραγματικό αντίκτυπο στον εγκληματία.
Η πίεση από τον Τύπο και η ενθάρρυνση που έλαβαν από ορισμένους δικαστές οδήγησαν τους ενόρκους σε όλη τη χώρα να καταθέσουν διαμαρτυρίες κατά του προέδρου Φαλλιέρ, θεωρώντας ότι με τις χάρες που υπέγραψε, παραβίαζε τις αποφάσεις των δικαστηρίων. Από το 1907 ως το 1908, σχεδόν εκατό τέτοιες διαμαρτυρίες είχαν φτάσει στο γραφείο του υπουργού Δικαιοσύνης. Παράλληλα, οι ένορκοι, επηρεασμένοι από το κλίμα, άρχισαν να επιβάλλουν ολοένα και περισσότερες θανατικές ποινές, από μόλις 9 το 1902, φτάνουν στις 41 το 1907.
Η θέση του προέδρου Φαλλιέρ γίνεται όλο και πιό δύσκολη, αναγκασμένος να υπογράφει συνεχώς χάρες, αντιμετωπίζει την αγανάκτηση της κοινής γνώμης. Η μόνη διέξοδος είναι η ψήφιση ενός νομοσχεδίου υπέρ της κατάργησης της θανατικής ποινής, αλλά η Βουλή αρνείται να το συζητήσει σε αυτό το φορτισμένο κλίμα, περιμένοντας να ηρεμήσει η αναταραχή που προκάλεσε η υπόθεση Σολεγιάν.
Η δίκη του δολοφόνου της μικρής Μάρθ ξεκινά στις 23 Ιουλίου 1907. Η μητέρα του παιδιού, ντυμένη στα μαύρα καταθέτει για τον πόνο της. Η σύζυγος του κατηγορουμένου, κρατώντας το παιδί τους στην αγκαλιά, απευθύνεται στους ενόρκους ζητώντας "να την αφήσουν να τον σκοτώσει εκείνη." Ο δολοφόνος καταδικάζεται την επόμενη μέρα το πρωί, με απόφαση που πάρθηκε ύστερα από μόλις είκοσι λεπτά διαβουλεύσεων, σε θανατική ποινή. Όλοι περίμεναν την απόφαση του προέδρου. Τί θα κάνει ο Φαλλιέρ; "Άν υποκύψει, ο αγώνας για την κατάργηση της θανατικής ποινής θα χαθεί, ενώ άν αντισταθεί, θα προκαλέσει ένα τσουνάμι δυσαρέσκειας που, θα πλήξει το Κοινοβούλιο," εξηγεί ο Ζάν-Ιβ Λε Νοάρ στην Ιστορία της κατάργησης της θανατικής ποινής. Θα τολμήσει να χαρίσει τη ζωή στο τέρας; Θα υποκύψει στην πίεση της κοινής γνώμης;
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1907, πολλές μητέρες συντονίζονται και δημοσιεύουν ανοιχτή επιστολή στην Le Petit Parisien, καλώντας τον πρόεδρο Φαλλιέρ να εκδικηθεί το θάνατο της μικρής Μάρθ, "Εξαρτάται μόνο από εσάς να εκδικηθείτε την τιμή του φτωχού μικρού θύματος, της Μάρθ, που δολοφονήθηκε άγρια από αυτόν τον αξιοθρήνητο. Η δικαιοσύνη πρέπει να αποδοθεί."
Ωστόσο, στις 13 Σεπτεμβρίου, ο Φαλλιέρ, πιστός στις αξίες του, μετατρέπει την ποινή του Σολεγιάν σε καταναγκαστικά έργα. Από εκείνη τη στιγμή, οι αντιδράσεις είναι θυελλώδεις. Η L'Eclair χαρακτηρίζει την απόφαση ως "την πιό αποτρόπαια αναίρεση," ενώ η La Croix υποστηρίζει ότι ο Σολεγιάν είναι "ο φίλος του Φαλλιέρ, ο προστατευόμενός του." Η L’Illustration δημοσιεύει την εικόνα ενός Σολεγιάν χαμογελαστού και ήρεμου κάτω από τον τροπικό ήλιο και παράλληλα δείχνει την εικόνα του στην γκιλοτίνα, με τον τίτλο, "Εκεί βρίσκεται. Εκεί θα έπρεπε να βρίσκεται." Η L’Echo de Paris δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τη χάρη ως "επιβράβευση της δολοφονίας." Στις 15 Σεπτεμβρίου, μιά συγκέντρωση μπροστά από το σπίτι των γονιών της Μάρθ εξελίσσεται σε διαδήλωση, με το πλήθος να φωνάζει "Ζήτω η γκιλοτίνα!" Από όλα τα μέσα, η Le Petit Parisien είναι η πιό επιθετική. Στις 29 Σεπτεμβρίου, ο Τύπος αναγγέλλει την προκήρυξη ενός "μεγάλου εθνικού δημοψηφίσματος." Στις 5 Νοεμβρίου, η ερώτηση που τίθεται στους αναγνώστες είναι, "Υποστηρίζετε τη θανατική ποινή;" Και η απάντηση είναι συντριπτική, 1.083.655 υπέρ και 328.692 κατά.
Στο στρατόπεδο των υποστηρικτών της κατάργησης της θανατικής ποινής, οι απόψεις αρχίζουν να αλλάζουν. Κάποιοι βουλευτές που είχαν ψηφίσει για την κατάργηση των πιστώσεων για τον δήμιο, όπως ο Ενρί Σαβουά, βουλευτής της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, άρχισαν να υποστηρίζουν την παραμονή της θανατικής ποινής.
Οι συζητήσεις στη Βουλή ξεκινούν στις 3 Ιουλίου 1908. Οι υποστηρικτές της παραμονής της θανατικής ποινής, με επικεφαλής τον Ενρί Καστιγιάρ, θεωρούν τη γκιλοτίνα ως ένα "απαραίτητο εργαλείο" διατήρησης της τάξης, ενώ από την άλλη πλευρά, οι υποστηρικτές της κατάργησης έχουν για κύριο εκπρόσωπο τον Αριστίντ Μπριάν, που ανέλαβε τη θέση του Υπουργού Δικαιοσύνης μετά τον θάνατο του Εντόν Γκιό Ντεσαίν το Δεκέμβριο του 1907. Ο Μπριάν, πρώην σοσιαλιστής που είχε μετακινηθεί στο κέντρο, ήταν ήδη γνωστός για τις διαπραγματευτικές του ικανότητες από την επιτυχία στην υπόθεση του διαχωρισμού Εκκλησίας και Κράτους το 1905. Στον νέο Υπουργό δικαιοσύνης έχουν, πλέον, εναποτεθεί οι ελπίδες για την κατάργηση.
Από την αρχή, ο Αριστίντ Μπριάν προειδοποίησε τη Γαλλική Εθνοσυνέλευση για την πίεση της κοινής γνώμης, οι βουλευτές, λέει, δεν πρέπει να γίνουν "δούλοι" της, αλλά "εκπαιδευτές." Η κύρια επιχειρηματολογία των υποστηρικτών της παραμονής της θανατικής ποινής βασιζόταν στην αύξηση της εγκληματικότητας, η οποία, κατά τον συντηρητικό βουλευτή Ζύλ Ντανσέτ, οφείλεται στην "ανικανότητα των κατασταλτικών δυνάμεων σε όλα τα επίπεδα της δικαστικής εξουσίας." Για τους υπέρμαχους της ποινής, η θανατική ποινή αποτελούσε τη "βασική συνιστώσα" του ποινικού συστήματος και είχε αποτρεπτικό χαρακτήρα. Αντίθετα, οι υποστηρικτές της κατάργησης επισήμαναν ότι η κατάργηση των εκτελέσεων σε χώρες όπως το Βέλγιο και η Ιταλία δεν είχε καμμία αρνητική επίδραση στη μείωση της εγκληματικότητας.
Ο Πώλ Ντεσσανέλ, μελλοντικός πρόεδρος της Δημοκρατίας το 1920, αλλά τότε απλός βουλευτής, δήλωσε ότι "αρκεί να έχει καταδικαστεί αδίκως έστω και ένας άνθρωπος σε θάνατο κατά τη διάρκεια των αιώνων, για να αποδειχθεί ότι αυτή η ποινή πρέπει να εξαφανιστεί." Ο Ζάν Ζωρές, από την πλευρά του, τόνισε ότι "δεν έχουμε το δικαίωμα να επιβάλουμε την θανατική ποινή, γιατί δεν έχουμε το δικαίωμα να επιβάλουμε σε ένα μόνο κεφάλι την απόλυτη ευθύνη." Και ο Αντρέ Βίλμ, σοσιαλιστής βουλευτής, προσέθεσε ότι, "Δεν μειώνετε την εγκληματικότητα όταν στήνετε τη γκιλοτίνα." Παρά τα ισχυρά επιχειρήματα, στις 8 Δεκεμβρίου, 330 βουλευτές ψηφίζουν υπέρ της παραμονής της θανατικής ποινής, ενώ 201 την καταψηφίζουν. Στις 11 Ιανουαρίου 1909, ο δήμιος Ανατόλ Ντεϊμπλέρ επιστρέφει στη δουλειά του προκειμένου να αποκεφαλίσει τέσσερις από τους "ληστές του Χάζεμπρουκ." Άν και από το 1900 έως το 1906 είχαν πραγματοποιηθεί 11 εκτελέσεις, το 1909 θα φτάσουν τις 7, το 1910 τις 10 και το 1912 τις 26.
Ο Αλμπέρ Σολεγιάν, εκείνη την εποχή, είχε ήδη ξεκινήσει το ταξίδι του πρός το κάτεργο της Γουιάνας. Το 1908, ο δολοφόνος της μικρής Μάρθ, μεταφέρθηκε στην l’île Royale, όπου οι απόπειρες απόδρασης θεωρούνταν αδύνατες. Η διοίκηση των φυλακών ανησυχώντας για εκδίκηση από τους άλλους φυλακισμένους, τον εξαιρεί από τις πιό σκληρές δουλειές, όπως την εκχέρσωση ή την κατασκευή δρόμων στην εξωτική, πυκνή ζούγκλα.
Το 1913, ο δολοφόνος της μικρής Μάρθ προήχθη σε φύλακα του κοιμητηρίου των παιδιών του προσωπικού. Μόνος, περιφρονημένος από όλους, και άρρωστος, πέθανε το Μάιο του 1920, μόλις 39 ετών. Ωστόσο, η σκιά του συνέχισε να πλανάται πάνω από τη συζήτηση για την κατάργηση της θανατικής ποινής για δεκαετίες. Κάθε προσπάθεια να τεθεί τέλος στην εκτέλεση με τη γκιλοτίνα συγκρουόταν πάντα με τη ζωντανή μνήμη της οργής που είχε προκαλέσει το έγκλημά του στην κοινή γνώμη.
Δεν ήταν παρά το 1981, όταν το σχέδιο νόμου του Ρομπέρ Μπανταντέρ, του νεοδιορισμένου υπουργού Δικαιοσύνης, κατάφερε να περάσει, και ο Αλμπέρ Σολεγιάν, που είχε γίνει σύμβολο του φόβου και της εκδίκησης να πέρασει σταδιακά στη λήθη. Γιατί μιά κοινωνία που απαντά στον θάνατο με θάνατο δεν γίνεται πιό δίκαιη, αλλά όλο και πιό πρωτόγονη.
Ανάρτηση της Mairi Apostolides στο facebook
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Αλεξάντερ Σολζενίτσιν, ο διανοούμενος που αποκάλυψε τις σοβιετικές θηριωδίες
Εκτόρ Μπερλιόζ, ο δημιουργός της προγραμματικής μουσικής (video)
Ευγένιος Ο' Νηλ: Η μοναξιά του ανθρώπου είναι ο φόβος του για τη ζωή
Ο Πάμπλο Πικάσο μιλά για την τέχνη, τη ζωή, τη ζωγραφική, τον Ραφαήλ...
Λέων Τολστόι: Οι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν την τρέλα τους...
Πολ Ελυάρ: Η άσβεστη φλόγα της ελπίδας
Το Bolero του Ραβέλ έγινε 96 ετών- δείτε τη μαγευτική Πλισέτσκαγια να το χορεύει (video)
H μέθοδος Μπροντέλ: Διαβάζοντας «αλλιώς» την ιστορία
Ο Λορέντζος Μαβίλης, τα σονέτα, το σκάκι και η «Λήθη»
δεν βρέθηκαν σχόλια επισκεπτών...