Ήταν ένας από τους ελάχιστους Σοβιετικούς που τιμήθηκε με Βραβείο Νόμπελ. Ο Αλεξάντερ Σολζενίτσιν έγινε επί δεκαετίες το σύμβολο της αντίστασης στη σοβιετική μπότα. Τα έργα του "Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ" και "Μια μέρα στη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς" έγιναν ανάρπαστα στη Δύση την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και αποτέλεσαν τη λυδία λίθο στο πεδίο της λογοτεχνίας για την αποδόμηση του μύθου του σοβιετικού καθεστώτος και την απαξία του μεταξύ των κοινωνιών της Δύσης. Ο Αλεξάντερ Σολζενίτσιν έζησε μια ταραχώση, περιπετειώση ζωή, γεμάτη ταλαιπωρίες, αλλα΄με τίμημα να γίνει ο ενσαρκωτής της ηθικής και ανθρωπιστικής αντίστασης στις σοβιετικές θηριωδίες.
Αρχιπέλαγος Γουλάγκ- Η αποκάλυψη των θηριωδιών στη Σοβιετική Ένωση
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Η σύλληψη
(Η λέξη Γκουλάγκ αποτελεί σύντμηση των ρωσικών λέξεων Γκλάβνογιε Ουπραβλένιγιε Λαγκερέι που σημαίνουν: Γενική Διοίκηση Στρατοπέδων)
Πώς πηγαίνει κανείς σε αυτό το μυστηριώδες αρχιπέλαγος; κάθε ώρα πετούν για εκεί αεροπλάνα, φεύγουν πλοία, τρένα ξεκινούν ξεφυσώντας, αλλά δεν υπάρχει επάνω τους ούτε μια επιγραφή που να δείχνει τον προορισμό τους. Οι υπάλληλοι στις θυρίδες των εισιτηρίων και οι πράκτορες της Σοβτουριστ, δηλαδή τουρισμός εσωτερικού, και της Ιντουριστ δηλαδή τουρισμός εξωτερικού θα απορήσουν αν ζητήσετε κανένα εισιτήριο για εκεί.
Δεν ξέρουν ακόμα δεν έχουν ακούσει τίποτα ούτε για το αρχιπέλαγος γενικά, ούτε για κανένα από τα αμέτρητα νησάκια του.
Αυτοί που πηγαίνουν να διοικήσουν το αρχιπέλαγος, πηγαίνουν από τις σχολές του υπουργείου εσωτερικών.
Αυτοί που πηγαίνουν να φρουρήσουν το αρχιπέλαγος, επιλέγονται μεταξύ των στρατιωτικών επιτρόπων.
Και αυτοί που πηγαίνουν εκεί για να πεθάνουν, όπως εσείς και εγώ, αναγνώστες μου, πρέπει να περάσουν οπωσδήποτε και αποκλειστικά από τη σύλληψη.
Η σύλληψη!! Χρειάζεται να πούμε πως είναι ανατροπή ολόκληρης της ζωής σας; πώς είναι αστροπελέκι που σας χτυπάει κατακέφαλα; πώς είναι μια αδιανόητη ψυχική αναστάτωση, που δεν μπορεί ο καθένας να τη συνηθίσει και γλιστράει συχνά στην παραφροσύνη;
ο κόσμος έχει τόσα κέντρα όσα και ζωντανά πλάσματα. Ο καθένας μας είναι κέντρο του κόσμου και ο κόσμος θρυμματίζεται, όταν κάποιος σας σφυρίξει «συλλαμβάνεστε!».
Αφού συλλαμβάνεστε εσείς, τι άλλο μπορεί να αντέξει σε αυτό το σεισμό;
μη μπορώντας όμως με το θολωμένο μυαλό μας να συλλάβουμε αυτή την ανατροπή του κόσμου, τόσο οι πιο ικανοί όσο και η πιο απλοϊκή από μας δεν βρίσκουμε, αυτή τη στιγμή, να αντλήσουμε από όλη την εμπειρία της ζωής μας παρά μόνο την κραυγή:
- Εγώ; Γιατί;
Είναι μια ερώτηση που ειπώθηκε εκατομμύρια και εκατομμύρια φορές πριν από μας και δεν πήρε ποτέ καμιά απάντηση.
Η σύλληψη είναι μια αστραπιαία ριζική μεταβολή, μια μεταφορά, μια μετάσταση από μια κατάσταση σε άλλη.
Καθώς ακολουθούσαμε το μακρύ κόμα λοξοδρομώ της ζωής μας, τρέχαμε ευτυχισμένοι ή σερνόμαστε δυστυχισμένοι μπροστά από φράχτες, φράχτες, φράχτες, σάπιους σανιδένιο τους φράχτες, χωμάτινες, από τούβλα ή από τσιμέντο μάντρες, κιγκλιδώματα από χυτοσίδηρο.
Και δεν κάναμε ποτέ τη σκέψη: τι να βρίσκεται από πίσω τους;
δεν επιχειρήσαμε ούτε με τα μάτια, ούτε με τη σκέψη να κοιτάξουμε πίσω από αυτούς τους φράχτες. Κι όμως ακριβώς εκεί αρχίζει η χώρα γκουλαγκ, δίπλα μας, εντελώς δίπλα μας ακόμα δυο μέτρα από μας.
Ούτε προσέξαμε ποτέ, σε αυτούς τους φράχτες, τον αμέτρητο αριθμό από τις κλειδαμπαρωμένες, καλά καμουφλαρισμένες πορτούλες και αυλόπορτες. Όλες, όλες αυτές οι αυλόπορτες ήταν έτοιμασμένες για μας! Και ξαφνικά ανοίγει διάπλατα, γρήγορα, κάποια μοιραία πόρτα και 4 λευκά ανδρικά χέρια, ασυνήθιστα στη δουλειά μ αρπακτικά, μας γραπώνουν από τα πόδια ακόμα από τα χέρια, από το γιακά, από το σκούφο, από το αυτί, μας τραβολογάνε μέσα σαν σακιά, και την αυλόπορτα πίσω μας, την αυλόπορτα που βγάζει στην προηγούμενη ζωή μας, την κλείνουν μια για πάντα, χτυπώντας τη δυνατά.
Αυτό είναι όλο. Συλλαμβάνεστε!
Και δεν βρίσκετε άλλη απάντηση παρά ένα αρνίσιο βέλασμα:
- Εγώ; Γιατί;
Αυτή είναι η σύλληψη: μια λάμψη εκτυφλωτική και ένα αστροπελέκι, που σπρώχνει με μιας το παρόν στο παρελθόν και κάνει το αδύνατο ένα παρόν με πλήρη δικαιώματα.
Και αυτό είναι όλο. Και δεν είστε σε θέση να αφομοιώσετε τίποτα άλλο ούτε την πρώτη ώρα ακόμα ούτε το πρώτο μερόνυχτο.
Μέσα στην απόγνωσή σας, θα σας γνέφει ακόμα το απατηλό φεγγάρι του τσίρκου: «είναι λάθος! Θα βρεθεί άκρη!».
Εφ όσο για όλα τα άλλα, που σήμερα έχουν πάρει τη μορφή της παραδοσιακής, ακόμα και της λογοτεχνικής αντίληψης για τη σύλληψη, θα συγκεντρωθούν και θα μορφοποιηθούν όχι πια στη δική σας αναστατωμένη μνήμη, αλλά στη μνήμη της οικογένειάς σας και των γειτόνων σας.
Είναι ένα διαπεραστικό νυχτερινό κουδούνισμα για ένα βάρβαρο χτύπημα στην πόρτα. Είναι η ειδική εισβολή από βρώμικες μπότες άγρυπνων αστυνομικών. Είναι τρομοκρατημένος μάρτυρας που κρύβεται πίσω από τις πλάτες τους σα δαρμένο σκυλί. Και τι τον θέλουν αυτό το μάρτυρα; τα θύματα δεν τολμούν να το σκεφτούν, οι πράκτορες δεν το θυμούνται, αλλά έτσι ορίζουν οι διαταγές, και θα αναγκαστεί να μείνει εδώ όλη τη νύχτα και να υπογράψει το πρωί. Και για τον σηκωμένο με το ζόρι από το κρεβάτι του μάρτυρα, αυτό είναι επίσης μαρτύριο: να περιφέρεται τη μια νύχτα μετά την άλλη και να παρευρίσκεται στη σύλληψη των γειτόνων και των γνωστών του…
*****
Ποιος ήταν ο Αλεξάντερ Σολζενίτσιν
Γεννήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1918 στην πόλη Κισλοβόντσκ της Σταυρούπολης. Ο πατέρας του, Ισαάκι Σεμιόνοβιτς Σολζενίτσιν, ήταν γόνος παλαιάς οικογένειας χωρικών, υπηρέτησε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως αξιωματικός του πυροβολικού, ενώ σκοτώθηκε στις 15 Ιουνίου 1918 σε κυνηγετικό ατύχημα, έξι μήνες πριν γεννηθεί ο γιος του.
Η μητέρα του, Ταΐσια Ζαχάροβνα, ήταν κόρη ενός ευκατάστατου χωρικού, η οποία γνώριζε άπταιστα αγγλικά και γαλλικά, όπως επίσης γραφομηχανή και στενογραφία. Ωστόσο, μετά το θάνατο του συζύγου της δεν μπορούσε να βρει εργασία αντίστοιχη των προσόντων της, λόγω της «κοινωνικής της καταγωγής», όπως επέτασσε το σύστημα μεταχείρισης των ανθρώπων με βάση την κοινωνική τους προέλευση, που είχε εγκαταστήσει το σοβιετικό καθεστώς.
Νεανικά χρόνια
Το 1924 η οικογένεια μετακόμισε στο Ροστόφ επί του Ντον. Εκεί ο Σολζενίτσιν τελείωσε το σχολείο και στη συνέχεια γράφτηκε στη φυσικομαθηματική σχολή του τοπικού πανεπιστημίου. Το 1939 άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα δι' αλληλογραφίας του μοσχοβίτικου Ινστιτούτου Φιλοσοφίας, Λογοτεχνίας και Ιστορίας. Αυτή την περίοδο γνώρισε την πρώτη του σύζυγο Νατάλια Αλεξέγιεβνα Ρεσετόβσκαγια, φοιτήτρια χημείας, με την οποία παντρεύθηκε στις 7 Απριλίου 1940 (χώρισαν δώδεκα χρόνια αργότερα, αλλά ξαναπαντρεύτηκαν το 1957 και ξαναχώρισαν το 1972).
Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο το 1941, λίγες μέρες πριν την κήρυξη του πολέμου με τη Γερμανία. Στις 18 Οκτωβρίου του ίδιου έτους κατατάχτηκε στο στρατό ως απλός στρατιώτης. Λίγες εβδομάδες αργότερα αποφοίτησε από τη σχολή πυροβολικού με το βαθμό του ανθυπολοχαγού και του ανατέθηκε η διοίκηση πυροβολαρχίας. Η μονάδα του στάλθηκε στο βορειοδυτικό μέτωπο και πολέμησε σε όλες τις μάχες από την πόλη Αριόλ έως την Ανατολική Πρωσία. Ο ίδιος παρασημοφορήθηκε δύο φορές για τον ηρωισμό του με τα μετάλλια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου βʹ τάξεως και του Ερυθρού Αστέρα.
Κατά τα τέλη του πολέμου όμως συνελήφθη, διότι σε ένα γράμμα προς φίλο του αναφερόταν ειρωνικά για την προσωπικότητα και τις ικανότητες του Ιωσήφ Στάλιν αναφέροντας τον ως Balabos δηλαδή τον αρχηγό σε εβραϊκή διάλεκτο. Συνεπεία τούτου κατηγορήθηκε για αντισοβιετική προπαγάνδα (το διαβόητο άρθρο 58 του σοβιετικού Ποινικού Κώδικα επί Στάλιν) και μεταφέρθηκε στη Μόσχα για ανάκριση.
Στις 7 Ιουλίου 1945 καταδικάσθηκε με το άρθρο 58 σε ισόβια εκτόπιση και οκταετή καταναγκαστική εργασία από ένα έκτακτο δικαστήριο, στο οποίο δεν κλήθηκε καν να υπερασπισθεί τον εαυτό του.
Εξορία και αποκατάσταση
Την πρώτη οκταετία της ποινής ο Σολζενίτσιν πέρασε από διάφορα στρατόπεδα εργασίας στο ασιατικό τμήμα της Σοβιετικής Ένωσης. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε σε «σαράσκα» (ερευνητικό κέντρο που απαρτιζόταν από καταδικασμένους) και προς το τέλος σε ειδικό στρατόπεδο για πολιτικούς κρατουμένους. Το 1953 έληξε η ποινή της καταναγκαστικής εργασίας, όμως λόγω της ισόβιας εκτόπισης δεν διέθετε ελευθερία μετακίνησης. Ήδη έπασχε από καρκίνο, ο οποίος αντιμετωπίσθηκε την τελευταία στιγμή σε ένα νοσοκομείο της Τασκένδης (1954).
Με την αποσταλινοποίηση μπόρεσε επιτέλους να επιστρέψει στα ευρωπαϊκά εδάφη της χώρας, όπου εργάσθηκε ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης. Παράλληλα επιδόθηκε στη συγγραφή, αλλά κρατούσε αυτή τη δραστηριότητα μυστική. Χρόνια αργότερα, όταν αποδεχόταν το βραβείο Νόμπελ, έγραψε για αυτήν την περίοδο πως όχι μόνο ήταν πεπεισμένος ότι δε θα έβλεπε ούτε μια γραμμή από τα κείμενά του τυπωμένη, αλλά δεν άφηνε ούτε τους πιο κοντινούς του ανθρώπους να τα διαβάσουν υπό το φόβο ότι θα ξαναέμπλεκε.
Τελικά το 1961 βρήκε το θάρρος να απευθυνθεί στον ποιητή Αλεξάντρ Τβαρντόβσκι, αρχισυντάκτη του περιοδικού Νόβι Μιρ (Νέος Κόσμος), δίνοντάς του το χειρόγραφο τού Μια μέρα στη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς, όπου περιέγραφε μια μέρα από τη ζωή στο γκουλάγκ. Ο Τβαρντόφσκι το δημοσίευσε στο περιοδικό τον επόμενο χρόνο, με ειδική μάλιστα άδεια από το Νικίτα Χρουστσόφ. Ακολούθως εκδόθηκε σε βιβλίο.
Ο Ιβάν Ντενίσοβιτς προκάλεσε σοκ τόσο στη σοβιετική όσο και στην παγκόσμια κοινή γνώμη. Δεν ήταν μόνο το ζήτημα της φρίκης των γκούλαγκ που πραγματευόταν, αλλά και το γεγονός ότι ένα βιβλίο με τέτοιο περιεχόμενο κυκλοφορούσε ελεύθερα και αλογόκριτα στη Σοβιετική Ένωση, δείχνοντας σε ποιον βαθμό είχε φθάσει η αποσταλινοποίηση. Σύντομα εκδόθηκε στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου - οι πρώτες εκδόσεις στα αγγλικά έγιναν σχεδόν ταυτόχρονα με τη ρωσική έκδοση, το 1963.
Αυτοεξορία στη Δύση
Μετά την παραίτηση του Χρουστσόφ, το 1964, και την ανάληψη της εξουσίας από τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ, ο Σολζενίτσιν άρχισε να αντιμετωπίζει και πάλι προβλήματα με τις αρχές. Την επόμενη χρονιά η μυστική αστυνομία κατάσχεσε κάποια χειρόγραφά του και συνεχώς τού γινόταν σαφές ότι βρίσκεται σε δυσμένεια.
Όταν το 1970 του απενεμήθη το Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο Σολζενίτσιν δεν παρέστη στην τελετή απονομής, στη Στοκχόλμη καθώς φοβόταν ότι αν έβγαινε από την ΕΣΣΔ, οι σοβιετικές αρχές θα του απαγόρευαν να επιστρέψει.Όλος ο ανθρωπισμός κλεισμένος σε έναν καρπό, διότι ο πυρήνας του είναι η αγάπη για τον άνθρωπο. Το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας αυτού του χρόνου έχει προσφερθεί στον κήρυκα ενός τέτοιου ουμανισμού ήταν η προσφώνηση της Σουηδικής Ακαδημίας κατά την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Σολζενίτσιν.
Το 1973 κυκλοφόρησε στη Δύση το σπουδαιότερο έργο του Σολζενίτσιν, το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ». Οι σοβιετικές αρχές εξοργίσθηκαν, αλλά λόγω της παγκόσμιας αναγνωρισιμότητάς του αδυνατούσαν να λάβουν ποινικά μέτρα εναντίον του. Τελικά το 1974 πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τη χώρα, αποστερούμενος τη σοβιετική ιθαγένεια. Πέρασε για λίγο από τη Δυτική Γερμανία και την Ελβετία, ώσπου τελικά εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ - αρχικά στην Καλιφόρνια, μετά από πρόσκληση του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, και από το 1976 στο Βερμόντ.
Μολονότι στις ΗΠΑ έχαιρε μεγάλων τιμών και απόλυτης ελευθερίας (για πρώτη φορά στη ζωή του), ουδέποτε ένιωσε άνετα. Γενικά αντιπαθούσε την κυρίαρχη κουλτούρα της τηλεόρασης, ενώ χαρακτηριστικά δεν κατάφερε ποτέ να μιλήσει καλά αγγλικά. Ασχολήθηκε κυρίως με τη συγγραφή ενός πολύτομου έργου για την ιστορία της μετάβασης από την τσαρική στην κομμουνιστική Ρωσία υπό τον τίτλο «Κόκκινος Τροχός» (Красное колесо, Red Wheel).
Επιστροφή στη Ρωσία
Το 1990 η κυβέρνηση Γκορμπατσώφ τού επαναχορήγησε τη σοβιετική ιθαγένεια, αλλά ο Σολζενίτσιν επέστρεψε μόνο μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1994 μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του. Τα παιδιά τους προτίμησαν να παραμείνουν στις ΗΠΑ. Εγκαταστάθηκαν σε μία ντάτσα (εξοχική κατοικία) στη δυτική Μόσχα, όπου έζησε μέχρι το θάνατό του στις 3 Αυγούστου του 2008, σε ηλικία 89 ετών.
Σε αυτά τα τελευταία χρόνια ο κλονισμός της υγείας του ήταν εμφανής. Ασχολήθηκε κυρίως με δύο έργα, το «Σιτάρι ανάμεσα στις μυλόπετρες» (μυθιστορηματική βιογραφία για τη ζωή του στην Αμερική) και το «Διακόσια χρόνια μαζί» (η ιστορία της εβραϊκής κοινότητας στη Ρωσία), τα οποία κυκλοφόρησαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
δεν βρέθηκαν σχόλια επισκεπτών...