Δευτέρα 13.01.2025,  

Στέφαν Τσβάιχ, ο πιο πολυδιαβασμένος συγγραφέας του Μεσοπολέμου, γράφει για τον Κόσμο του Χθες

Δημοσιεύτηκε στις 30/11/2024 στην κατηγορία Βιβλιοθήκη  |  δεν υπάρχουν σχόλια

Ο Στέφαν Τσβάιχ (Stefan Zweig‎) ήταν ένας από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς στον κόσμο κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1881 στη Βιέννη και πέθανε (σωστότερα: Αυτοκτόνησε την επόμενη από τη μέρα που ταχυδρόμησε στον εκδότη του το τελευταίο του αριστουργημα, τη «Σκακιστική νουβέλα»), στις 22 Φεβρουαρίου 1942, στην Πετρόπολι της Βραζιλίας.

 

Ο Τσβάιχ είναι και στην Ελλάδα όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, ο πιο πολυμεταφρασμένος ξενόγλωσσος συγγραφέας με παραπάνω από 160 πρώτες εκδόσεις των έργων του.


Η πρώτη εμφάνιση και βέβαια μετάφραση του συγγραφέα στα ελληνικά γράμματα, γίνεται το 1922 όταν ο Λέων Κουκούλας μεταφράζει για το φιλολογικό περιοδικό «Μούσα», το ποίημα Bruges. Από κει και πέρα κείμενα του φιλοξενούνται συχνά σε όλα τα φιλολογικά περιοδικά της χώρας, με ιδιαίτερη συχνότητα στο περιοδικό «Νέα Εστία».

 

Από την δεκαετία του 1940 και ιδιαιτέρως του 1950 που οι εκδοτικοί οίκοι κυκλοφορούν τα βιβλία του, η παρουσία του στα περιοδικά συρρικνώνεται. Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει 28 νουβέλες του σε δεκάδες επανεκδόσεις, ενώ το πιο γνωστό έργο του, το αυτοβιογραφικό Ο κόσμος του χτες έχει γνωρίσει 6 εκδόσεις και 5 μεταφράσεις. Επίσης έχουν κυκλοφορήσει 30 εκδόσεις των βιογραφικών βιβλίων του. Όσον αφορά τους μεταφραστές, ο Κωστής Μεραναίος έχει μεταφράσει τα περισσότερα (25) έργα του αλλά κατά καιρούς και διάσημοι Έλληνες λογοτέχνες όπως ο Παντελής Πρεβελάκης, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Γιάννης Μπεράτης και άλλοι (όπως ο ιστορικός Σπύρος Λιναρδάτος) έχουν μεταφράσει κείμενά του. 


Γιατί, όπως είχε πει ο Τόμας Μαν: «...Η λογοτεχνική του δόξα έφτανε ως την τελευταία γωνιά της Γης - ένα αξιοπερίεργο φαινόμενο σε σχέση με την περιορισμένη δημοτικότητα που απολαμβάνει κατά τα άλλα η γερμανική λογοτεχνία συγκριτικά με την αγγλική και τη γαλλική. Ίσως από την εποχή του Έρασμου [...] να μην υπήρξε κανένας συγγραφέας τόσο διάσημος όσο ο Στέφαν Τσβάιχ».

 

*******

 

Στέφαν Τσβάιχ, «Ο κόσμος του χθες- Αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου»

 

…Δύσκολα θα μπορούσε να βρει κανείς στην Ευρώπη μια πόλη, όπου ο πόθος για την κουλτούρα να υπήρξε φλογερότερος από ότι στη Βιέννη.

 

Καθώς η αυστριακή μοναρχία είχε παραιτηθεί εδώ και αιώνες από τις πολιτικές της φιλοδοξίες και μην έχοντας σημειώσει ιδιαίτερα αξιόλογες επιτυχίες στις στρατιωτικές της επιχειρήσεις, η πατριωτική υπερηφάνεια αποζητούσε διακαώς να λάμψει μέσα από την υπεροχή της στον τομέα της τέχνης. Πολλές σημαντικές και πολύτιμες επαρχίες, γερμανικές και ιταλικές, φλαμανδικές και βαλονικές, είχαν προ πολλού αποσπαστεί από την παλιά αυτοκρατορία των Αψβούργων, που είχε κατακτήσει την Ευρώπη.

 

Αναλλοίωτη παρέμεινε η αλλοτινή αίγλη της πρωτεύουσας, αποτελώντας το άσυλο της Αυλής, την προασπίστρια μιας χιλιόχρονης παράδοσης. Οι Ρωμαίοι ήταν εκείνοι που έθεσαν το θεμέλιο λίθο για να διαμορφωθεί αυτή η πόλη σαν κάστρο, σαν ένα προχωρημένο φυλάκιο, που θα προστάτευε τον λατινικό πολιτισμό από τους βαρβάρους, ενώ ύστερα από 1000 και πλέον χρόνια συντρίφτηκε σ’ αυτά τα τείχη η έφοδος των Οθωμανών εναντίον της Δύσης. Από δω πέρασαν οι Νιμπελούγκεν ακόμα και από εδώ έλαμψε σ ολόκληρο τον κόσμο η αθάνατη πλειάδα των μουσικών: Γκλουκ, Χάιντν και Μότσαρτ, Μπετόβεν, Σούμπερτ, Μπραμς και Γιόχαν Στράους.

 

Εδώ συναντιόνταν όλα τα καλλιτεχνικά ρεύματα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Στην Αυλή, στην αριστοκρατία, στο λαό, το γερμανικό αίμα είχε ενωθεί με το σλαβικό, το ουγγαρέζικο, το ισπανικό, το γαλλικό, το φλαμανδικό, κι ήταν ένα μεγαλοφυές επίτευγμα της πόλης αυτής, της μουσικής, που κατάφερε να συγχωνεύσει όλες αυτές τις διαφορετικές τάσεις σε κάτι το καινούργιο και το ξεχωριστό, αυτό που αργότερα ονομάστηκε «αυστριακό πνεύμα», «βιεννέζικο πνεύμα». Ανοιχτή σε νέες τάσεις και προικισμένη με ένα ιδιαίτερο πνεύμα δεκτικότητας, η πόλη αυτή προσέλκυσε τις πιο ανόμοιες δυνάμεις: Τις ηρέμησε, τις χαλάρωσε, τις κατεύνασε.

 

Ήταν όμορφο να ζεις σε ένα κλίμα πνευματικής συμφιλίωσης. Ο κάθε αστός μεγάλωνε με τις ιδέες του υπερεθνισμού, του κοσμοπολιτισμού, ήταν ο ίδιος κοσμοπολίτης.

 

Η αρχή αυτή της εξομοίωσης, των απαλών και μουσικών μεταβάσεων, αντικατοπτριζόταν είδη στην εξωτερική όψη της πόλης. Μεγαλώνοντας αργά μέσα στους αιώνες, και έχοντας ξεδιπλωθεί σταδιακά ξεκινώντας από τον κεντρικό οικοδομικό πυρήνα της, ήταν αρκετά πολυπληθής, με τα 2 εκατομμύρια των κατοίκων της, ώστε να μπορεί να προσφέρει όλη την πολυτέλεια και όλες τις ανέσεις μιας μεγαλούπολης, ωστόσο όχι τόσο τεράστια, ώστε να αποσπάται απ’ τη φύση όπως το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη.

 

Τα τελευταία σπίτια που είχαν χτιστεί στην πόλη, καθρεφτίζοντας το μεγαλόπρεπο ρεύμα του Δούναβη ή είχαν θέα προς την πλατιά πεδιάδα ή χάνονταν μέσα στους κήπους και τα χωράφια, και άλλα πάλι τα έβρισκες γαντζωμένα στους ήσυχους λόφους και στους τελευταίους κατάφυτους πρόποδες των Άλπεων: με δυσκολία ξεχώριζες που τελείωνε η εξοχή και που άρχιζε η πόλη. Η μία συγχωνεύονταν μες την άλλη ήρεμα και αρμονικά. Στο εσωτερικό πάλι ένιωθε κανείς πως η πόλη είχε διευρυνθεί όπως ο κορμός του δέντρου που προσθέτει κάθε φορά μια φλούδα γύρω από την προηγούμενη.

 

Και στη θέση των παλιών οχυρών, η Ρίνγκστρασσε με τα επιβλητικά της σπίτια αγκάλιαζε τώρα τον πιο βαθύ και πιο πολύτιμο πυρήνα της πόλης. Εκεί, τα παλιά παλάτια της αυλής και της αριστοκρατίας μαρτυρούσαν μια ιστορία βγαλμένη μέσα από τις πέτρες. Στο μέγαρο των Λιχνόφσκι έπαιζε πιάνο ο Μπετόβεν, σε εκείνο των Εστερχάζι φιλοξενήθηκε ο Χάιντν. Και εκεί, στο παλιό πανεπιστήμιο αντήχησε για πρώτη φορά η «Δημιουργία» του. Το Χόφμπουργκ γνώρισε γενεές ολόκληρες αυτοκρατόρων κι απ’ το ανάκτορο Σένμπρουν πέρασε ο Ναπολέων.

 

Στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου ενωμένοι οι Χριστιανοί ηγεμόνες προσκύνησαν ευγνώμονες τον Θεό για τη λύτρωσή τους από τους Τούρκους, ενώ οι αίθουσες του πανεπιστημίου γνώριζαν τα αναρίθμητα φώτα της επιστήμης. Και ανάμεσα σε όλα αυτά ορθωνόταν περήφανα και μεγαλόπρεπα, με τις λαμπρές λεωφόρους της και τα αστραφτερά της καταστήματα, η νέα αρχιτεκτονική. Εδώ, ωστόσο, η διαφορά ανάμεσα στο παλιό και το νέο ήταν τόσο έντονη, όσο διαφέρει η λαξεμένη πέτρα από την ακατέργαστη.

 

Ήταν υπέροχο να ζεις σ αυτή την πόλη που δεχόταν φιλόξενα κάθε ξένο και προσφερόταν τόσο γενναιόδωρα. Στον ανάλαφρο και γεμάτο ευθυμία αέρα της, που θύμιζε το Παρίσι, ήταν ευκολότερο να απολαμβάνει κανείς τη ζωή. Η Βιέννη ήταν, αυτό το ξέρουν όλοι, μια πόλη των απολαύσεων - αλλά και ποιο είναι το νόημα της κουλτούρας, αν όχι να προσελκύει μέσα από την ακατέργαστη ύλη της ζωής, με τη θωπευτική σαγήνη της τέχνης και του έρωτα, ό,τι λεπτότερο, τρυφερότερο και πιο αιθέριο κρύβει; όπως ήταν οι άνθρωποι καλόγουστοι και απαιτητικοί στον τομέα της γαστρονομίας, όπως νοιάζονταν για το καλό κρασί, τη δροσερή και φρέσκια μπύρα, τα προσεγμένα φαγητά και γλυκά, έτσι ήταν και στα θέματα της κουλτούρας.

 

Η σύνθεση μουσικής, ο χορός, το θέατρο, η συζήτηση, η κομψή και ευχάριστη συμπεριφορά, ήταν ικανότητες που καλλιεργούνταν εδώ ως ιδιαίτερες τέχνες. Οι στρατιωτικές, οι πολιτικές ή εμπορικές υποθέσεις δεν είχαν προέχουσα θέση στη ζωή των ιδιωτών και της κοινωνίας γενικότερα. Η πρώτη ματιά που έριχνε η κάθε πρωί ο μέσος Βιεννέζος στην εφημερίδα δεν έπεφτε στις συζητήσεις της Βουλής ή τα διεθνή γεγονότα, αλλά στο πρόγραμμα του θεάτρου, που είχε τόση σημασία για τη δημόσια ζωή, που δύσκολα θα γινόταν κατανοητή σε άλλες πόλεις…

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

 

Ο Πάμπλο Πικάσο μιλά για την τέχνη, τη ζωή, τη ζωγραφική, τον Ραφαήλ...

 

Πώς το χρήμα νίκησε το σκάκι: Η περίπτωση του Χοσέ Ραούλ Καπαμπλάνκα

 

Η Νέκυια του Άλμπρεχτ Ντίτεριχ στο πατάρι του Gutenberg

 

Λέων Τολστόι: Οι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν την τρέλα τους...

 

Πολ Ελυάρ: Η άσβεστη φλόγα της ελπίδας

 

Το Bolero του Ραβέλ έγινε 96 ετών- δείτε τη μαγευτική Πλισέτσκαγια να το χορεύει (video)

 

Πώς ξύπνησε μέσα στην ψυχή του Οσυσσέα Ελύτη το Άξιον Εστί

 

Έρνεστ Χέμινγουεϊ: Το πιο πολύτιμο δώρο που μπορείτε να κάνετε είναι...

 

Λοτρεαμόν, ένας από τους σπουδαιότερους προδρόμους του συμβολισμού

 

Η Χάνα Άρεντ γράφει πριν από 60 χρόνια για την κρίση της κουλτούρας

 

H μέθοδος Μπροντέλ: Διαβάζοντας «αλλιώς» την ιστορία

 

Ο Λορέντζος Μαβίλης, τα σονέτα, το σκάκι και η «Λήθη»

 

Σε ποιο κόμμα ανήκε ο Άρης Αλεξάνδρου;

Γράψτε την άποψή σας

δεν βρέθηκαν σχόλια επισκεπτών...

Προσθέστε το σχόλιό σας

Ονοματεπώνυμο ή ψευδώνυμο  
Το e-mail σας (προαιρετικό - δεν δημοσιεύεται)  
Το σχόλιό σας

Ροή ειδήσεων

Ο «καταραμένος» Ναπολέων Λαπαθιώτης και «τα μαραμένα μάτια»

Το προφανές θέλει απόδειξη; Η μεγάλη συμβολή του Θαλή του Μιλήσιου στα μαθηματικά και τον Πολιτισμό

Η βιβλιοθήκη του Ουμπέρτο Έκο και η αντιβιβλιοθήκη του Νασίμ Ταλέμπ

Γεώργιος Δροσίνης, ο πρωτοπόρος της Νέας Αθηναϊκής Σχολής

Η «Αξία της Ζωής» της Τζέιν Άντερσον, μια παράσταση που δεν πρέπει να χάσετε

Για τα Χριστούγεννα...

Τι θα πει «αφέθηκε ελεύθερος» κύριε Χρυσοχοΐδη;

Ο Κάρολος Ντίκενς άλλαξε τον τρόπο που νιώθουμε τα Χριστούγεννα

Κώστας Βάρναλης, μια βολίδα που ‘πεσε μεσ’ στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού

Ρένος Αποστολίδης: Η μόρφωση χρειάζεται εσωτερικότητα (video)

Ο λαϊκισμός δεν διαρκεί ποτέ

Κωνσταντίνος Τσάτσος: Η αρχοντιά δεν είναι συνώνυμο με την αριστοκρατικότητα

Τα διδάγματα που κρύβει μέσα του «Το Γιοφύρι της Άρτας»

Νίκος Γκάτσος, ο ποιητής της Αμοργού

Υπάρχει «αντικειμενικά ωραίο»; Τι απαντά η αισθητική του κλασικισμού

Τελευταία σχόλια

all rights reserved | developed & hosted by Jetnet ©